- πυγμομαχία
- ἡ, Αη πυγμαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + -μαχία (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρο-μαχία, οπλομαχία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυγμομαχίᾳ — πυγμομαχίᾱͅ , πυγμομαχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)